μακαρονοποιός

μακαρονοποιός
ο изготовитель макарон, специалист по производству макарон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μακαρονοποιός" в других словарях:

  • μακαρονοποιός — ο ιδιοκτήτης βιομηχανίας ζυμαρικών ή τεχνίτης που παρασκευάζει μακαρόνια και άλλα ζυμαρικά …   Dictionary of Greek

  • μακαρονοποιός — ο ο τεχνίτης ή ο βιομήχανος που παρασκευάζει μακαρόνια, ο μακαρονάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακαρονάς — ο [μακαρόνι] 1. μακαρονοποιός 2. αυτός που τού αρέσουν πολύ τα μακαρόνια 3. (ειρωνικά) ο Ιταλός …   Dictionary of Greek

  • μακαρονοποιία — η 1. η τέχνη παρασκευής μακαρονιών 2. βιομηχανία παραγωγής ζυμαρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρονοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μακαρονοποιείο — το [μακαρονοποιός] εργοστάσιο παρασκευής μακαρονιών και άλλων ζυμαρικών …   Dictionary of Greek

  • μακαρονάς — ο 1. αυτός που τρώει συνέχεια μακαρόνια: Παντρεύτηκε έναν Ιταλό μακαρονά. 2. αυτός που παρασκευάζει μακαρόνια, ο μακαρονοποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»